- παριστιδιος
- παριστίδιοςπαρ-ιστίδιος2(ῐδ) находящийся у ткацкого станка Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παριστίδιος — at the loom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριστίδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στον ιστό, δηλ. στον αργαλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἱστός + κατάλ. ίδιος] … Dictionary of Greek